- κατέσφαξε
- κατασφάζωslaughteraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
Αλικιανός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 65 μ., 785 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσουρών. Ο Α. οφείλει το όνομά του, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στην αρχαία ελληνική λέξη αλικίνος, που σημαίνει δυνατός,… … Dictionary of Greek
Γάλβας — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γ. Μάξιμος, Πόπλιος Σουλπίκιος (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.).Ύπατος της Ρώμης (211 π.Χ.), εργάστηκε για την άμυνα της Ρώμης εναντίον του Καρχηδόνιου στρατηγού Αννίβα. Αργότερα τέθηκε επικεφαλής… … Dictionary of Greek
Καλαούν, Μανσούρ — (13ος αι.).Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου (1279 90). Ο Κ. ήταν σκλάβος του σουλτάνου Μπαϊμπάρ, ο οποίος τον απελευθέρωσε για τη γενναιότητά του. Διαδέχθηκε τον Μπαϊμπάρ και το 1281 κατόρθωσε να συγκρατήσει τους Μογγόλους πέρα από τον Ευφράτη… … Dictionary of Greek
Κανπούρ — (Kanpur). Πόλη (2.532.138 κάτ. το 2001) της βόρειας Ινδίας, στο ομόσπονδο κρατος Ουτάρ Πραντές. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Γάγγη, σε σημείο όπου συγκλίνουν σημαντικές οδικές αρτηρίες και οι σιδηροδρομικές γραμμές που έρχονται από τις… … Dictionary of Greek
Καφίρ — (Kaffir). Αρχαίος λαός του Αφγανιστάν. Με την ονομασία αυτή, η οποία στην αραβική γλώσσα σημαίνει τους άπιστους, αποκαλούνταν από τους γειτονικούς μουσουλμανικούς λαούς οι κάτοικοι του Καφιριστάν, της σημερινής αφγανικής περιοχής του Νουρεστάν.… … Dictionary of Greek
Κονσιερζερί — (Conciergerie). Παλαιά φυλακή του Παρισιού, γνωστή από την ιστορία της Γαλλικής επανάστασης. Βρίσκεται στο ισόγειο του δικαστικού μεγάρου του Παρισιού, του οποίου αποτελεί παράρτημα, ακριβώς πάνω στην αυλή των ανακτόρων των πρώτων βασιλέων.… … Dictionary of Greek
Λακέρας — (13ος αι.). Βυζαντινός κληρικός. Ανήκε στην τάξη των θεληματαρίων (μισθοφόρων). Φανατικός ορθόδοξος, πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, με τη βοήθεια του στρατηγού της Νίκαιας Αλέξη Στρατηγόπουλου. Αφού έπεισε … Dictionary of Greek